Δικηγόροι για δάνεια και τραπεζικές υποθέσεις Αθήνα

Η δικηγορική μας εταιρία έχει απόλυτη εξειδίκευση στο Τραπεζικό δίκαιο και στα δάνεια έχοντας πετύχει δικαστικά πολλές επιτυχίες και διαγραφές χρεών. Το τραπεζικό δίκαιο και οι υποθέσεις δανείων και οφειλών χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης και άριστης γνώσης των ειδικών νόμων και της νομολογίας προκειμένου να επιτυγχάνεται το καλύτερο αποτέλεσμα.

Παρακάτω οι δικηγόροι τραπεζικού δικαίου στην Αθήνα του e-nomika απαντούν στις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις σχετικά με δάνεια και οφειλές.

Κόκκινα δάνεια: Ρύθμιση και διαγραφή χρέους πως μπορεί να επιτευχθεί;

Με τον όρο “κόκκινα δάνεια” χαρακτηρίζονται τα δάνεια που είναι ληξιπρόθεσμα και δεν εξυπηρετούνται πλέον από τους οφειλέτες. Η ρύθμιση αυτών των δανείων επιτυγχάνεται είτε με εξωδικαστική πρόταση ρύθμισης των οφειλών σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας των τραπεζών (Ν. 4224/2013) είτε ασκώντας αναγνωριστική αγωγή κατά της τράπεζας για παράνομες χρεώσεις είτε βάσει των δυνατοτήτων που προβλέπει ο νέος πτωχευτικός κώδικας.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας των τραπεζικών ιδρυμάτων προβλέπει μια σειρά κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις οφειλετών και τράπεζας προκειμένου να μην διαταράσσονται υπέρμετρα οι ισορροπίες μεταξύ των μερών ενώ απώτερος στόχος που πηγάζει από τον πνεύμα των κανόνων είναι η εξεύρεση κοινής λύσης.

Για την υπαγωγή των οφειλετών στους κανόνες του κώδικα δεοντολογίας θα πρέπει οι τελευταίοι να καθυστερούν τις οφειλές τους χωρίς ωστόσο να έχει καταγγελθεί η δανειακή τους σύμβαση και να μην έχουν χαρακτηριστεί ως μη συνεργάσιμοι οφειλέτες από την τράπεζα.

Την εξωδικαστική πρόταση ρύθμισης δύναται να προτείνει τόσο η τράπεζα όσο και ο οφειλέτης εγγράφως. Τα μέρη έχουν στη διάθεσή τους διάστημα 15 ημερών προκειμένου να αποδεχτούν, να αντιπροτείνουν ή να απορρίψουν την πρόταση του άλλου μέρους.

Η αναπροσαρμογής της δόσης της οφειλής ή το τυχόν κούρεμα αυτής βασίζεται στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που διενεργεί κάθε χρόνο Έρευνα Οικογενειακών προϋπολογισμών αξιολογώντας το σύνολο των δαπανώνδιαβίωσης. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να λάβει υπόψιν της και η τράπεζα προκειμένου να καταλήξουν οι δύο πλευρές στην εξεύρεση κάποιας λύσης από κοινού.

Οι οφειλέτες δύναται επίσης να ακολουθήσουν και την δικαστική οδό ασκώντας αναγνωριστική αγωγή κατά της τράπεζας. Την αγωγή μπορούν να ασκήσουν τόσο οι οφειλέτες που εξυπηρετούν τα δάνεια τους όσο και οι οφειλέτες ληξιπρόθεσμων δανείων. Ειδικότερα, ο οφειλέτης ζητάει από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την παράνομη επιβάρυνσή της οφειλής του και την τυχόν διαγραφή αυτών των παράνομων χρεώσεων. Οι παράνομες αυτές επιβαρύνσεις της τράπεζας συνήθως πηγάζουν από τους καταχρηστικούς όρους (ΓΟΣ) που εμπεριέχονται στις συμβάσεις των οφειλετών με την τράπεζα.

Τι είναι η διαταγή πληρωμής;

Η μη καταβολή δόσεων και η μη εξυπηρέτηση των δανείων από τους οφειλέτες έχει ως αποτέλεσμα την σώρευση των δόσεων και την διόγκωση του χρέους τους. Δεδομένης αυτής της σώρευσης των χρεών οι δανειοδότες εκκινούν την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους.

Με την διαταγή πληρωμής ο δανειστής μπορεί να απαιτήσει το σύνολο της οφειλής και όχι μόνο τις ληξιπρόθεσμες δόσεις. Η διαταγή πληρωμής αποτελεί προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των δανειστών.

Ειδικότερα, οι δανειστές κατόπιν αίτησής τους στο αρμόδιο δικαστήριο εκδίδουν διαταγή πληρωμής με την οποία ο οφειλέτης καλείται να καταβάλλει το ποσό της οφειλής του εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ειδάλλως ο δανειστής θα προχωρήσει στην αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του. Η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής είναι προαιρετική για τους δανειστές οι οποίοι μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους μέσω της τακτικής αγωγής που καταλήγει στην έκδοση δικαστικής απόφασης.

Παρόλο που η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση αυτή αποτελεί τίτλο εκτελεστό γι αυτό και προτιμάται σε σχέση με την αγωγή που είναι πιο χρονοβόρα αφού και με τις δύο ο δανειστής μπορεί να εκκινήσει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με την έκδοσή της η διαταγή πληρωμής πρέπει να επιδοθεί εντός δύο μηνών στον οφειλέτη. Από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον οφειλέτη, ο τελευταίος έχει προθεσμία 15 ημερών προκειμένου να ασκήσει ανακοπή επί της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής.
Η διαταγή πληρωμής είναι η διαδικασία που ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα για την ικανοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους ακριβώς γιατί “παρακάμπτει” την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου και επιταχύνει τις διαδικασίες.

Σε τι εξυπηρετεί η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής; Ποια η προθεσμία ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής;

Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί την άμυνα του οφειλέτη κατά του δανειστή που επιδιώκει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις που έχει σε βάρος του οφειλέτη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση ανακοπής είναι η επίδοση μέσω δικαστικού επιμελητή της διαταγής πληρωμής στον οφειλέτη με την οποία καλείται ο τελευταίος να καταβάλλει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος το οφειλόμενο ποσό. Η ανακοπή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας 15 ημερών που ξεκινάει από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής στον οφειλέτη.

Η άσκηση ανακοπής περιλαμβάνει την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στο αρμόδιο δικαστήριο και ολοκληρώνεται με την επίδοση του στο άλλο μέρος. Και οι δύο πράξεις πρέπει να λάβουν χώρα εντός της 15ήμερης προθεσμίας ειδάλλως αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Στην ανακοπή ο οφειλέτης μπορεί να προβάλλει είτε λόγους που αφορούν την μη ύπαρξη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είτε λόγους που σχετίζονται με την ουσιαστική ακυρότητα αυτής. Κρίσιμο είναι ότι στη δίκη της ανακοπής αυτό που αμφισβητείται δεν είναι η ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης κατά του οφειλέτη αλλά το κύρος αυτής και το κατά πόσο η διαταγή πληρωμής ασκήθηκε νομότυπα. Αν το δικαστήριο κάνει δεκτή την ανακοπή τότε αυτομάτως ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής και δεν μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής εκτός και αν μαζί με την άσκηση της ανακοπής επ’ αυτής κατατίθεται και η σχετική αίτηση αναστολής. Εντούτοις, είναι αναγκαία ενέργεια από την πλευρά του οφειλέτη δεδομένου ότι αποτελεί την μοναδική άμυνά του κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής και χωρίς την άσκησή της ο δανειστής δύναται να προχωρήσει περαιτέρω στην ικανοποίηση των απαιτήσεών του από την περιουσία του οφειλέτη.

Επίσης, σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής και ο δανειστής επιδώσει για δεύτερη φορά την διαταγή πληρωμής, αν ο οφειλέτης δεν αμυνθεί πάλι εντός δεκαπέντε ημερών τότε η διαταγή πληρωμής παράγει ισχύ δεδικασμένου και θα μπορεί να προσβληθεί μόνο με το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης.
Τι είναι η αναστολή διαταγής πληρωμής και ποια τα αποτελέσματά της;

Η άσκηση μόνο της ανακοπής από τον οφειλέτη κατά της διαταγής πληρωμής δεν αναστέλλει την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ως εκ τούτου η τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες. Για την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να καταθέσει αίτηση αναστολής ζητώντας την αναστολή μέχρι την εκδίκαση της ασκηθείσας ανακοπής.

Η αίτηση αναστολής υπόκειται και αυτή σε 15ήμερη προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να έχει κατατεθεί το σχετικό δικόγραφο στο δικαστήριο και να επιδοθεί αντίγραφο αυτού στον δανειστή.

Η αίτηση αναστολής δικάζεται πριν την ανακοπή και με απόφαση του το δικαστήριο αποφασίζει αν θα επέλθει ανασταλτικό αποτέλεσμα στις ενέργειες της τράπεζας μέχρι την εκδίκαση της ασκηθείσας ανακοπής και της έκδοσης επ’ αυτής δικαστικής απόφασης.

Ακύρωση κατάσχεσης ακινήτου πως μπορεί να γίνει;

Σε δεύτερη φάση η τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε κατάσχεση του ακινήτου στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την οποία δίνει εντολή στον δικαστικό επιμελητή να προβεί στις σχετικές ενέργειες.

Ο δικαστικός επιμελητής με την αφαίρεση του πράγματος από τον οφειλέτη συντάσσει την σχετική κατασχετήρια έκθεση η οποία πρέπει να περιέχει απαραιτήτως τα στοιχεία όπως η ακριβής περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, η εκτίμηση της αξίας του, η αναφορά της τιμής της πρώτης προσφοράς, η αναφορά του εκτελεστού τίτλου δυνάμει του οποίου προβαίνει στην κατάσχεση καθώς επίσης η αναγραφή του τόπου, της ημερομηνίας και του ονόματος του υπαλλήλου που θα διενεργήσει τον πλειστηριασμό.

Η κατασχετήρια έκθεση αποτελεί και την πρώτη πράξη του πλειστηριασμού που διενεργείται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Ο οφειλέτης καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό μπορεί να αμυνθεί ασκώντας την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚπολΔ προκειμένου να προσβάλλει τις επιμέρους πράξεις εκτελέσεως.

Με την άσκηση της ανακοπής του 933 ΚΠολΔ ο οφειλέτης εντός 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης δύναται να προτείνει ενστάσεις κατά της απαίτησης ή τυχόν ελαττώματα της κατασχετήριας έκθεσης που προέκυψαν. Η ανακοπή αυτή δηλαδή στοχεύει στην ακύρωση της μεμονωμένων πράξεων της εκτέλεσης και σε περίπτωση που γίνει δεκτή έχει ως αποτέλεσμα την παύση των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σε περίπτωση απόρριψης της ανακοπής η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προχωράει στο στάδιο του πλειστηριασμού.
Αναβολή ή αναστολή πλειστηριασμού κατοικίας. Πως μπορεί ένας δανειολήπτης να προστατευτεί από τον πλειστηριασμό;

Ο πλειστηριασμός είναι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που ακολουθεί μετά την κατάσχεση και στόχο έχει την δημόσια εκποίηση (πώληση) του ακινήτου ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσει των δανειστών έναντι του οφειλέτη.

Ο δανειολήπτης μπορεί να αναστείλει την διαδικασία του πλειστηριασμού με την αίτηση αναστολής του άρθρου 1000 ΚπολΔ. Η αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού πρέπει να ασκηθεί εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία του προγραμματισμένου πλειστηριασμού. Για να κάνει δεκτή το δικαστήριο την ανωτέρω έκθεση θα πρέπει να πιθανολογείται ότι σε περίπτωση που διενεργηθεί αργότερα ο πλειστηριασμός θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα ή να πιθανολογείται η ικανοποίηση του δανειστή από τον οφειλέτη. Με την αίτηση αναστολής ο πλειστηριασμός δύναται να ανασταλεί έως 6 μήνες.

Επίσης, ο οφειλέτης και στο στάδιο του πλειστηριασμού διαθέτει ως μέσο άμυνας την ανακοπή του 933 ΚπολΔ με την οποία μπορεί να προβάλει είτε ελαττώματα που σχετίζονται με τον πλειστηριασμό ή την διαδικασία αυτού είτε προβάλλοντας ελαττώματα προγενέστερων πράξεων της προδικασίας του πλειστηριασμού υπό την προϋπόθεση ότι έχουν προβληθεί εμπροθέσμως. Η προθεσμία αυτής της ανακοπής διαφοροποιείται και είναι 30 ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού είτε 60 ημέρες από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης.

Δικαιώματα οφειλετών έναντι των εισπρακτικών εταιριών. Πως μπορεί ένας οφειλέτης να απαλλαχτεί από τα ενοχλητικά τηλεφωνήματα;

Ο Ν.3758/2009 όπως αυτός τροποποιήθηκε το 2012 είναι σε ισχύ και ρυθμίζει το νομικό πλαίσιο και την λειτουργία των εισπρακτικών εταιριών ως διαδόχους στις απαιτήσεις των τραπεζών έναντι των οφειλετών τους. Σκοπός των εταιριών αυτών είναι η ενημέρωση των δανειοληπτών για την κατάσταση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει όμως να γίνεται τηρώντας την κείμενη μονοθεσία για την προστασία του καταναλωτή, της ιδιωτικής του ζωής, το τραπεζικό απόρρητο σεβόμενη τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
Ωστόσο, συχνά οι εισπρακτικές εταιρίες προβαίνουν σε ενέργειες που παραβιάζουν τον Ν. 3758/2009 και την κείμενη νομοθεσία για τον καταναλωτή με αποτέλεσμα να ασκούν ανυπόφορη πίεση στους καταναλωτές καλώντας τους κατ’ επανάληψη και πολλές φορές σε ακατάλληλες ώρες.

Ο οφειλέτης δύναται να προστατευθεί έναντι των ενοχλητικών τηλεφωνημάτων των εισπρακτικών με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης και να διεκδικήσει αποζημίωση για την βλάβη που του προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά της εισπρακτικής. Αρχικά, προτιμάται σε πρώτο στάδιο πριν την άσκηση της αγωγής η αποστολή εξωδίκου στην εισπρακτική εταιρία υπενθυμίζοντας το πλαίσιο νόμου, τις απαγορεύσεις που θέτει αυτός και τα δικαιώματα των οφειλετών όπως αυτά διασφαλίζονται σε διάφορα νομοθετήματα. Σκοπός της αποστολής εξωδίκου είναι να σταματήσει η εισπρακτική εταιρία την παράνομη συμπεριφορά της και να διασφαλιστεί η ψυχολογική ηρεμία του οφειλέτη.

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο και μείωση του χρέους.

Ειδοποιός διαφορά των δανείων που λαμβάνονταν σε ελβετικό φράγκο από τα υπόλοιπα είναι ότι αυτά περιείχαν ρήτρα αποπληρωμής του δανείου σε ελβετικό φράγκο, γεγονός που εξαρτά το ύψος της οφειλής από την ισοτιμία που θα έχει το ελβετικό φράγκο με το ευρώ κατά την στιγμή της πληρωμής της εκάστοτε δόσης. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν η υποτίμηση του ευρώ είχε ως αποτέλεσμα την διόγκωση των χρεών των οφειλετών προς τις τράπεζες. Με αυτή την πρακτική η τράπεζες εκτιμώντας τον κίνδυνο από την συναλλαγματική ισοτιμία αποκόμισαν μεγάλα κέρδη επιβαρύνοντας υπέρμετρα τους δανειολήπτες.

Διχογνωμία υπάρχει ως προς το ζήτημα της μείωσης του χρέους των δανειοληπτών με ελβετικό φράγκο με τα δικαστήρια της χώρας να αποφαίνονται άλλοτε θετικά, επιβάλλοντας την αποπληρωμή του δανείου σύμφωνα με την ισοτιμία που ίσχυε κατά την υπογραφή της σύμβασης, και άλλοτε αρνητικά υπογραμμίζοντας πως δεν πρόκειται για καταχρηστική ρήτρα. Το ζήτημα έφτασε και στον ΑΠ το 2019 όπου αποφάνθηκε αρνητικά σχετικά με την καταχρηστικότητα της ρήτρας αλλά με έντονη μειοψηφία. Ακολούθησαν αποφάσεις που υποστήριξαν την άποψη της μειοψηφίας και επέβαλαν την αποπληρωμή των δόσεων βάσει της ισοτιμίας που ίσχυε κατά την σύναψη της σύμβασης.
Τελευταία εξέλιξη επί το ζητήματος είναι η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σχετικά με την καταχρηστικότητα αυτών των ρητρών, την απόφαση του οποίου και αναμένουμε. Έχει μάλιστα προηγηθεί και ευνοϊκή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί προδικαστικού ερωτήματος που έθεσε δικαστήριο της Πολωνίας.

Αγωγή κατά τράπεζας για μείωση του υπολοίπου δανείου ή πιστωτικής κάρτας. Διαδικασία και προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Ο οφειλέτης μπορεί να κινηθεί κατά της τράπεζας ασκώντας αγωγή με την οποία θα αμφισβητεί το ύψος του συνολικού οφειλόμενου ποσού που του καταλογίζει η τράπεζα είτε λόγω της ανυπαρξίας της έννομης σχέσης (αρνητική αναγνωριστική αγωγή) είτε λόγω ψευδών στοιχείων και περιστατικών που βασίζονται στην έννομη σχέση (θετική αναγνωριστική αγωγή).
Επίσης, μπορεί με την αγωγή αυτή να προβάλλει ως λόγο την καταχρηστικότητα όρων της σύμβασης (ΓΟΣ) βάσει των οποίων του καταλογίστηκαν παράνομες χρεώσεις αυξάνοντας το συνολικό ποσό της οφειλής του και είχαν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη δέσμευσή του. Οι όροι αυτοί είναι προδιατυπωμένοι, δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών και επιβάλλουν πλήθος υποχρεώσεων στον δανειολήπτη μετακυλίοντας όλους τους κινδύνους σε αυτόν και διαταράσσοντας με αυτόν τον τρόπο την συμβατική ισορροπία των μερών.
Αν το δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικών όρων η τράπεζα δεσμεύεται να μην εφαρμόσει τους όρους αυτούς. Ακόμη αν η τράπεζα εκδώσει διαταγή πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη η απόφαση που αναγνωρίζει τον παράνομο και καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων αυτών διευκολύνει την άσκηση ανακοπής επί αυτής ενώ επί ήδη εκδοθείσας διαταγής πληρωμής αυτή αναστέλλεται μέχρι την περάτωση της δίκης για την αναγνωριστική αγωγή.

Απαλλαγή εγγυητή από δάνειο. Πως μπορεί να ακυρωθεί η σύμβαση δανειακής εγγύησης δικαστικά;

Εγγυητής είναι το πρόσωπο που συμβλήθηκε με την τράπεζα με αυτή την ιδιότητα προκειμένου να χορηγηθεί δάνειο σε κάποιον οικείο του παρέχοντας εγγυήσεις σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν καταφέρει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

Έτσι, αν ο πρωτοφειλέτης δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη του η τράπεζα δύναται να στραφεί και κατά του εγγυητή. Σε πολλές περιπτώσεις η σύμβαση εγγύησης περιέχει όρους που την καθιστούν ακυρώσιμη είτε γιατί αυτοί είναι καταχρηστικοί είτε γιατί η τράπεζα ενήργησε καταχρηστικά κατά την υπογραφή της σύμβασης.
Ο εγγυητής προκειμένου να ελευθερωθεί από την εγγύηση μπορεί να ασκήσει αγωγή απαλλαγής εγγυητή κατά της τράπεζας προβάλλοντας λόγους όπως πταίσμα και καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας κατά την υπογραφή της σύμβασης. Για παράδειγμα αν η τράπεζα αδράνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να κινηθεί κατά του πρωτοφειλέτη βασιζόμενη αποκλειστικά στην φερεγγυότητα του εγγυητή.

Επίσης, καταχρηστική θεωρείται η συμπεριφορά της τράπεζας που δεν ενημέρωσε τον εγγυητή σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη ενεργώντας κακόπιστα. Ακόμη λόγο απαλλαγής αποτελεί η αντίθεση της δανειακής σύμβασης στα χρηστά ήθη όταν η εγγύηση παρέχεται για λόγους συγγένειας και υπάρχει πλημμελής ενημέρωση του εγγυητή από την τράπεζα. Επιπλέον, η υπογραφή νέων πρόσθετων πράξεων μεταξύ τράπεζας και πρωτοφειλέτη αποτελεί λόγο ακύρωσης της σύμβασης δανειακής εγγύησης όπως έχει δεχθεί και ο Άρειος Πάγος.
Γενικότερα αυτό που κρίνεται κατά περίπτωση είναι κατά πόσο η τράπεζα ενήργησε κακόπιστα και δέσμευσε υπέρμετρα το εγγυητή ο οποίος χωρίς να αποκομίζει κάποια ωφέλεια από το δάνειο και πολλές φορές λόγω μη επαρκής ενημέρωσής του βρέθηκε στη δυσχερή θέση να οφείλει να εξυπηρετήσει το δάνειο του πρωτοφειλέτη.

Παράνομες χρεώσεις δανείων και πιστωτικών καρτών. Η αρχή του μη τριπλασιασμού της οφειλής.

Συχνή είναι η πρακτική των τραπεζών να επιβαρύνουν καταχρηστικά με περαιτέρω επαχθείς χρεώσεις τους δανειολήπτες. Οι τελευταίοι μπορούν να προστατευτούν έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τον Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών.

Η διαπίστωση τέτοιων παράνομων επιβαρύνσεων εξετάζεται κάθε φορά κατά περίπτωση ανάλογα με την φύση της συναλλαγής του οφειλέτη με την τράπεζα. Αυτές μπορεί για παράδειγμα να είναι: η προμήθεια από την ανάληψη μετρητών με την χρήση πιστωτικής κάρτας, τα έξοδα φακέλου επί των στεγαστικών δανείων, ενέργειες στις οποίες προβαίνει η τράπεζα χωρίς να ενημερώσει τον οφειλέτη, έξοδα αδράνειας σε λογαριασμούς που δεν παρατηρείται κίνηση, διάφοροι όροι που περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη των τραπεζών και την μετακυλίουν στου οφειλέτες κλπ.
Πολλές από αυτές εντοπίζονται σε προδιατυπομένους όρους των συμβάσεων τους οποίους αποδέχονται οι οφειλέτες- καταναλωτές χωρίς να έχουν προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Επίσης, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο τα πιστωτικά ιδρύματα να παραβιάζουν την βασική αρχή σχετικά με την απαγόρευση του τριπλασιασμού της οφειλής με την οποία η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου.
Σε αυτήν την περίπτωση οι τράπεζες καλούνται να αναπροσαρμόζουν το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών ώστε αυτές να μην υπερβαίνουν το ανωτέρω όριο. Η συγκεκριμένη αρχή εντοπίζεται στο Ν.3259/2004 και τυγχάνει εφαρμογής για τα δάνεια που συνάφθηκαν μέχρι το 2004. Υπάρχει μάλιστα και απόφαση του Αρείου Πάγου που εφαρμόζει τον εν λόγω νόμο και αναπροσαρμόζει την οφειλή.

Νόμος Κατσέλη έφεση για ρύθμιση χρεών λόγω απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως.

Ο νόμος Κατσέλη (Ν.3869/2010) έθετε ένα νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας των οφειλετών που δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους καθιστώντας τες ληξιπρόθεσμες ενώ παράλληλα ρύθμιζε και τις οφειλές τους με τρόπο που να μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές.

Για τους οφειλέτες που δεν διέθεταν πρώτη κατοικία ο νόμος προέβλεπε ρύθμιση των χρεών τους καθορίζοντας μηνιαίες καταβολές οι οποίες διαμορφώνονταν από τον δικαστή λαμβάνοντας υπόψιν τα έξοδα διαβίωσης σε συνάρτηση με το εισόδημα του οφειλέτη. Ο νόμος Κατσέλη βρίσκονταν σε ισχύ έως την 31/12/2018.

Ωστόσο, στις αιτήσεις που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα αλλά απορρίφθηκαν από το δικαστήριο ο οφειλέτης δύναται να ασκήσει έφεση κατά της απορριφθείσας αίτησης. Η έφεση είναι το ένδικο μέσο που ασκείται σε δεύτερο βαθμό κατά της πρωτόδικης απόφασης. Λόγοι που μπορούν να προβληθούν στην έφεση αφορούν είτε το τυπικό μέρος που έγκειται στην έλλειψη κάποιας διαδικαστικής κατά την εκδίκαση της αίτησης είτε το ουσιαστικό μέρος.

Ουσιαστικοί λόγοι συντρέχουν στην περίπτωση που κάποιος οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα, ενήργησε με δόλο κατά την ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων ή επωφελήθηκε από την υπερχρέωση του. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι που προβάλλονται στην έφεση κρίνονται ανάλογα με την πρωτόδικη απόφαση και το σκεπτικό στο οποίο αυτή θεμελιώνει την απόρριψη.
Τι ισχύει για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

Σήμερα ο νόμος Κατσέλη (Ν.3869/2010) δεν ισχύει και δεν μπορεί κάποιος να αιτηθεί να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του. Ούτε η πλατφόρμα προστασίας της πρώτης κατοικίας πλέον είναι σε εφαρμογή.

Ο μόνος τρόπος να προστατευθεί η πρώτη κατοικία από την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό είναι ο νέος πτωχευτικός κώδικας και οι δυνατότητες που αυτός προσφέρει. Δεδομένων των έκτακτων συνθηκών και των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του covid-19 ισχύει πλήρης αναστολή των πλειστηριασμών μέχρι και τις 16 Μαρτίου ενώ αναμένεται το νέο νομοσχέδιο του Υπουργού Δικαιοσύνης σύμφωνα με το οποίο θα υπάρξει αναστολή των πλειστηριασμών υπό προϋποθέσεις για όσους έχουν πληγεί από την πανδημία και για τις ευάλωτες οικονομικά ομάδες έως τις 31η Μαρτίου.

Σε κάθε περίπτωση από την 1η Ιουνίου αναμένεται να τεθεί σε ισχύ ο νέος πτωχευτικός κώδικας και η προστασία της πρώτης κατοικίας θα ρυθμίζεται βάσει των διατάξεών του.

Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερες συμβουλές

Μάθετε περισσότερα για τα κόκκινα δάνεια και υποθέσεις τραπεζικού δικαίου

Δικηγόροι τραπεζικού δικαίου και δανείων Αθήνα
210 9585365

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μενού
Shares